- περίβληχρος
- περίβληχρος, ον,A very weak : neut. as Adv., even to faintness,
π. βαρύθοντες A.R.4.621
.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
π. βαρύθοντες A.R.4.621
.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
περίβληχρος — ον, Α 1. πολύ άτονος, αδύνατος, αποχαυνωμένος 2. (το ουδ. ως επίρρ.) περίβληχρον μέχρι ατονίας. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + βληχρός «ήσυχος, άτονος, αδύνατος»] … Dictionary of Greek